- πλανευτής
- aldatan, baştan çıkaran
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πλανευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που πλανεύει, εξαπατά, ξεγελά, πλάνος: Ο έρωτας ο πλανευτής κι η ξενιτιά η πλανεύτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλανευτής — ο, θηλ. πλανεύτρα, Ν [πλανεύω] αυτός που παραπλανά, πλάνος, απατηλός … Dictionary of Greek
κομπωτής — ο (Μ κομπωτής, θηλ. κομπώτρα) [κομπώνω] απατεώνας, πλανευτής … Dictionary of Greek
πλανεύτρα — η, Ν βλ. πλανευτής … Dictionary of Greek